ουδος

ουδος
    οὐδός
    I
    атт. ὀδός ὅ
    1) порог
    

(χάλκεος, λάϊνος, δρύϊνος Hom.; ὑπερβαίνειν τὸν οὐδόν Plut.)

    ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ Hom. — от порога в глубину дома;
    ἐπὴ προθύροις, οὐδοῦ ἐπ΄ αὐλείου Hom. — в преддверии, на пороге двора

    2) перен. порог, предел (начальный или конечный)
    

ἥβης ταρπῆναι καὴ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι Hom. — насладиться юностью и достичь порога старости, но ἐπὴ γήραος οὐδῷ Hom., Hes. на пороге, которым является старость, т.е. на краю могилы (см. тж. γῆρας 1)

    II
    ἥ эп. = ὁδός См. οδος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ουδος" в других словарях:

  • οὐδός — 1 threshold masc nom sg οὐδός 2 way fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδός — (I) ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός) νεοελλ. 1. (φυσιολ. ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή τής ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός τού πόνου») β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • οὐδοῖο — οὐδός 1 threshold masc gen sg (epic) οὐδός 2 way fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδοῖς — οὐδός 1 threshold masc dat pl οὐδός 2 way fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδοῖσιν — οὐδός 1 threshold masc dat pl (epic ionic aeolic) οὐδός 2 way fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδοῦ — οὐδός 1 threshold masc gen sg οὐδός 2 way fem gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδούς — οὐδός 1 threshold masc acc pl οὐδός 2 way fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδῶν — οὐδός 1 threshold masc gen pl οὐδός 2 way fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδῷ — οὐδός 1 threshold masc dat sg οὐδός 2 way fem dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδόν — οὐδός 1 threshold masc acc sg οὐδός 2 way fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοί — οὐδός 1 threshold masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»